- κάρκαροι
- κάρκαροι (Α)(κατά τον Ησύχ.) τραχείς.[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. καρκίνος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κάρκαροι — κάρκαρος prison masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάρχαρος — κάρχαρος, ον, θηλ. και καρχάρα (Α) 1. αυτός που έχει κοφτερά, σουβλερά δόντια 2. (για ήχο ή λέξεις) σκληρός, τραχύς, οξύς, δηκτικός 3. (για ήθη) άξεστος, αγροίκος 4. (το ουδ. ως επίρρ.) κάρχαρον με σκληρό τρόπο («κάρχαρόν τι μειδήσας», Βάβρ.).… … Dictionary of Greek
καρκίνος — Αχαλίνωτη ανάπτυξη και επέκταση ανώμαλων κυττάρων η οποία μπορεί να εμπλέκει κάθε ιστό και όργανο του σώματος. Χαρακτηριστικό του κ. είναι η τάση να εξαπλώνεται κατά συνέχεια ιστού και αιματογενώς ή λεμφογενώς δίνοντας απομακρυσμένες μεταστάσεις· … Dictionary of Greek
kar-3, redupl. karkar- — kar 3, redupl. karkar English meaning: hard Deutsche Übersetzung: under likewise “hart” Material: O.Ind. karkara “rough, hard” = Gk. κάρκαροι τραχεῖς Hes., O.Ind. karkasa “rough, hard” (also karaka m., “hail”?); presumably Gk.… … Proto-Indo-European etymological dictionary